- πανοικτιστής
- πᾰνοικτιστής, οῦ, ὁ,A all-merciful,
θεός PLond.5.1676.56
(vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεός PLond.5.1676.56
(vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανοικτιστής — ὁ, Μ πανοικτίρμων, *ευσπλαχνικός προς όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οἰκτίζω «λυπάμαι, αισθάνομαι οίκτο»] … Dictionary of Greek